Εξοικονόμηση και αποθήκευση η απάντηση στο υδατικό έλλειμμα
Η συσσωρευμένη κακοδιαχείριση της αλόγιστης και μη ελεγχόμενης άντλησης υπόγειου νερού, αδιάλειπτα εδώ και πολλά χρόνια, έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα...», τονίζει σε συνέντευξή του στην «Ε» ο Π. Σαμπατακάκης Msc- PhD υδρογεωλόγος, διευθυντής Υδατικών Πόρων και Γεωθερμίας του ΕΑΓΜΕ (π. ΙΓΜΕ). Και προσθέτει: Απαιτείται ένα «σχέδιο εθνικής και μακρόπνοης εμβέλειας», με στόχο να γίνει σωστή διαχείριση των αποθεμάτων και η «σύνταξη χαρτών μεγάλης ακρίβειας», καθώς «μέχρι και σήμερα γίνονταν υποθέσεις τόσο για τον πραγματικό αριθμό των υδρογεωτρήσεων όσο και για τον συνολικό όγκο νερού, ο οποίος αντλείται στο σύνολο της Επικράτειας, αλλά στα επιμέρους υδροφόρα συστήματα».
Με αφορμή την απογραφή υδρογεωτρήσεων που ξεκίνησε πρόσφατα στη Θεσσαλία, από την Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ), ο κ. Σαμπατακάκης, παρουσιάζει τις «άκαρπες» προσπάθειες του παρελθόντος, τους στόχους της νέας δράσης, την εξέχουσα θέση της Θεσσαλίας σε αυτό το έργο, τη σημερινή κατάσταση του υδροφόρου υπόγειου ορίζοντα, και τη λύση για να εξασφαλίσουμε επάρκεια νερού για σήμερα και το μέλλον...
* Κύριε Σαμπατακάκη, το ΕΑΓΜΕ πρόσφατα ξεκίνησε καταγραφή των υδρογεωτρήσεων στον Δήμο Λαρισαίων, αλλά και σε όλη τη Θεσσαλία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καταγραφεί η απόληψη ποσοτήτων νερού ανά χρήση, στο υπόγειο υδατικό σύστημα. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση στη Θεσσαλία;
- «Η Θεσσαλία ανέκαθεν και σε ό,τι αφορά τον πρωτογενή τομέα, βρισκόταν και βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τη χώρα μας και επηρεάζει ως έναν βαθμό και την αγροτική πολιτική. Αυτονόητο και αντιληπτό, εάν κοιτάξουμε ορισμένα μεγέθη: αγροτικές εκτάσεις, αρδευόμενες εκτάσεις, παραγόμενη προστιθέμενη αξία.
Εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες όμως βρίσκεται στο επίκεντρο και για έναν άλλον λόγο, το έλλειμμα και τη διαχείριση του αρδευτικού νερού. Δεν είναι φυσικά η μόνη περιοχή της χώρας μας με αυτό το πρόβλημα. Όμως τα μεγέθη εδώ, υπερβαίνουν την περιοχή. Η ορθολογική διαχείριση παραμένει ως ζητούμενο για όλη τη χώρα και αυτό επιβάλλει εκ των πραγμάτων την αναζήτηση εργαλείων, με σκοπό όχι τιμωρητικό, αλλά το να καταγράψουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια χωροχρονική και ποσοτική, τις ανάγκες σε νερό. Αυτό θα επιτρέψει στην Πολιτεία και σε συνεργασία με όλους τους τοπικούς φορείς, αλλά και την κοινωνία, να επιλεγούν και να δρομολογηθούν οι κατάλληλες παρεμβάσεις για να δοθεί μια αειφορική λύση, με την έννοια της αντοχής στον χρόνο και όχι πρόχειρη».
* Για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, διατυπώθηκαν απορίες και προβληματισμοί, όσον αφορά τον σκοπό του, με βασικό επιχείρημα ότι έχει ήδη ολοκληρωθεί στην Ελλάδα η απογραφή όλων των σημείων υδροληψίας από το Εθνικό (ηλεκτρονικό) Μητρώο Σημείων Υδροληψίας (Ε.Μ.Σ.Υ.).
- «Το Πρόγραμμα αυτό δεν σχετίζεται με τις αδειοδοτήσεις των υδρογεωτρήσεων και προϋπάρχει του Ε.Μ.Σ.Υ. Αποφασίστηκε και σχεδιάστηκε το 2011 με σκοπό να βελτιώσει την πληροφορία των Διαχειριστικών Σχεδίων σε ό,τι αφορά την ακριβή χωρική κατανομή όλων των υδρογεωτρήσεων (αδειοδοτημένων και μη), τις αντλούμενες ποσότητες υπόγειου νερού ανά Υδροσύστημα, τις χρήσεις, τα πραγματικά τεχνικά χαρακτηριστικά των υδρογεωτρήσεων, τα βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά του αντλούμενου νερού, την επανεκτίμηση του Υδατικού Δυναμικού ανά Υδροφόρο Σύστημα. Μέχρι και σήμερα γίνονταν υποθέσεις, τόσο για τον πραγματικό αριθμό των υδρογεωτρήσεων όσο και για τον συνολικό όγκο νερού, ο οποίος αντλείται στο σύνολο της Επικράτειας, αλλά στα επιμέρους υδροφόρα συστήματα. Μπορεί κάποιοι να διατείνονται ότι ήταν ακριβείς γνώστες, όταν όμως θα ολοκληρωθεί το Πρόγραμμα θα εκπλαγούν. Η πληροφορία που ήδη προκύπτει είναι σημαντική. Η μεγάλη χωρική πυκνότητα συγκεκριμένων υδραυλικών στοιχείων που θα συγκεντρωθεί θα επιτρέψει επίσης τη σύνταξη Χαρτών μεγάλης ακρίβειας, οι οποίοι αφορούν και άλλες παραμέτρους και που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν. Σε ό,τι αφορά τις αναφορές περί επικάλυψης ΕΜΣΥ και ΣΑΜΥ (Προγράμματος ΕΑΓΜΕ), έχω να επισημάνω τα εξής. Το ΕΜΣΥ δημιουργήθηκε σε γνώση του ΙΓΜΕ από την Ε.Γ.Υ. με σκοπό να διευκολυνθεί το ΣΑΜΥ. Στην πορεία όμως διαπιστώθηκε ότι πολλά από τα απογραφικά δελτία του ΕΜΣΥ, που δεν έχουν συνταχθεί από ειδικούς, περιέχουν επιεικώς λανθασμένα στοιχεία έως εξωπραγματικά. Σε κάθε περίπτωση τα συνεργεία της ΕΑΓΜΕ αξιοποιούν και ελέγχουν όλα τα στοιχεία και κάθε πληροφορία που τους διατίθενται από οπουδήποτε. Η συνεργασία με τις Υπηρεσίες των Δήμων, αλλά και των Περιφερειών, από την έναρξη του Προγράμματος, κρίθηκε καθοριστικής σημασίας και αυτό επιβεβαιώθηκε παντού μέχρι σήμερα. Η τελευταία συνάντηση του κλιμακίου της ΕΑΓΜΕ με τη Δημοτική Αρχή Λάρισας αποτελεί την πιο χειροπιαστή απόδειξη. Είναι ένα πρόγραμμα με πολλαπλά επίπεδα πληροφορίας, χρησιμότητας και ανταποδοτικότητας για τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τους αγρότες/πολίτες και φυσικά για το Αρμόδιο Υπουργείο και την ΕΓΥ. Ολόκληρο το πακέτο πληροφορίας, το οποίο θα καταλήξει στην ΕΓΥ, θα επιτρέψει να διορθωθεί η διαχειριστική πολιτική σε ό,τι αφορά τα υπόγεια νερά, προς όφελος όλων. Και φυσικά του περιβάλλοντος και των πολιτών. Δεν υλοποιείται κάτι ύποπτο. Αντίθετα αποτυπώνεται με ακρίβεια κάτι που η χώρα μας όφειλε να είχε ξεκινήσει εδώ και χρόνια, με δεδομένες τις ξηροθερμικές συνθήκες, αλλά και τις ανάγκες σε αρδευτικό νερό που έχει. Η συνεργασία με τους ιδιώτες /ιδιοκτήτες των υδρογεωτρήσεων είναι καθοριστική και μέχρι σήμερα πέραν κάθε προσδοκίας θετική. Αυτή είναι η μέχρι τώρα διαπίστωση από όλα τα συνεργεία της ΕΑΓΜΕ, τα οποία είναι στη διάθεση του κάθε αγρότη / ιδιοκτήτη υδρογεώτρησης για να δώσουν επί τόπου κάθε σχετική πληροφορία».
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
* Ο πλανήτης θωρακίζεται απέναντι στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και η ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων, θα έλεγε κανείς, ότι έπρεπε ήδη να έχει γίνει πράξη...
- «Η Ορθολογική Διαχείριση των Υδατικών Πόρων, αποτελεί ένα ζητούμενο πολλών ετών για τη χώρα μας και όχι μόνο. Στο παρελθόν δημιουργήθηκαν διάφοροι μηχανισμοί στη βάση νομοθετικών ρυθμίσεων με σκοπό τη διαχείριση και κατ’ επέκταση την προστασία του πολύτιμο αυτού φυσικού πόρου. Μέχρι το 2003 εμπλέκονταν επτά Υπουργεία άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση /εκμετάλλευση. Το ελληνικό Κράτος από το 1929 μέχρι της έκδοσης της Oδηγίας 2000/60 συνέταξε περισσότερες από 190 νομολογίες γύρω από το θέμα της εκμετάλλευσης και διαχείρισης των υδατικών πόρων, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτόν τον αριθμό οι ρυθμίσεις σε επίπεδο των π. Νομαρχιών. Παρόλα αυτά κανείς ειδικός σε αυτόν τον τομέα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το ζητούμενο της ορθολογικής εκμετάλλευσης των υδατικών πόρων «έχαιρε υγείας». Κατ’ ουσία υπήρξαν περιορισμοί μετά τη δεκαετία του 1970 ως προς την απόσταση των αδειοδοτούμενων υδρογεωτρήσεων κάθε χρήσης, χωρίς επιστημονικά κριτήρια. Τα αποτελέσματα και οι συνέπειες αυτής της πρακτικής είναι γνωστά, με «κορυφαία» τα φαινόμενα εκτεταμένης θαλάσσιας διείσδυσης σε πολλούς παράκτιους υδροφόρους. Οι συνέπειες όμως ήταν ολέθριες ιδιαίτερα σε μεγάλο αριθμό νησιών του Αιγαίου, όπου το μικρό υπόγειο υδατικό δυναμικό, και το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις θα μπορούσε να καλύψει τις υδρευτικές ανάγκες των μόνιμων κατοίκων και όχι μόνο, σπαταλήθηκε σε άλλες χρήσεις, πολλές φορές άγνωστες ή ακόμη και ιδιωτικής εμπορίας! Αυτή η συσσωρευμένη κακοδιαχείριση της αλόγιστης και μη ελεγχόμενης άντλησης υπόγειου νερού έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα που φτάνει δυστυχώς μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που Δήμοι «αγοράζουν» κυριολεκτικά νερό από ιδιωτικές υδρογεωτρήσεις! Αγοράζουν δηλαδή ένα αγαθό που ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο! Η προσπάθεια η οποία έχει ξεκινήσει με την εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60 και που πρέπει ακόμα να καταβληθεί στη χώρα μας (και όχι μόνο) είναι μεγάλη, για να επιτευχθεί ο βασικός στόχος της αειφορικής διαχείρισης των υδατικών πόρων. Πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι η Οδηγία 2000/60 δεν είναι το μαγικό ραβδί που θα διορθώσει όλες τις διαχειριστικές στρεβλώσεις σε κάθε χώρα - μέλος της Ε.Ε. Είναι ένα εγχειρίδιο 24 άρθρων με συγκεκριμένους στόχους, οι οποίοι συμπυκνώνονται στην υπογράμμιση της εισαγωγής αυτού του κειμένου και η οποία αναφέρει ότι «...το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν, αλλά φυσικό αγαθό που προστατεύεται...». Το πλαίσιο που θέτει η συγκεκριμένη ευρωπαϊκή νομολογία δίνει το περιθώριο σε κάθε χώρα να εφαρμόσει την Οδηγία με βάση τις «εγχώριες» ιδιαιτερότητες, οι οποίες σχετίζονται είτε με τις δομές των υδροσυστημάτων και τις συνθήκες τροφοδοσίας τους, είτε με τον όγκο και το είδος των χωροχρονικών αναγκών. Ο τελικός όμως στόχος είναι κοινός και εμπεριέχεται σε λίγες λέξεις: «...σταδιακή ποιοτική αποκατάσταση όλων των υδροσυστημάτων, επιφανειακών και υπόγειων. Όπου αυτό δεν είναι εφικτό για λόγους κοινωνικούς/οικονομικούς και οι οποίοι θα τεκμηριώνονται από το κάθε κράτος - μέλος, δεν θα πρέπει να συνεχίζεται η υποβάθμιση...». Βασικά εργαλεία παρακολούθησης της ποιοτικής και ποσοτικής κατάστασης είναι τα «Διαχειριστικά Σχέδια» και τα «Δίκτυα Παρακολούθησης», τα οποία τροφοδοτούν με στοιχεία την Κεντρική Πλατφόρμα που υπάρχει στην Ειδική Γραμματεία Υδάτων του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Στα Δίκτυα Παρακολούθησης (Σταθμούς) σε τακτά χρονικά διαστήματα πραγματοποιούνται μετρήσεις και δειγματοληψίες νερού και αφορούν τα σημαντικότερα υδροσυστήματα της χώρας (Λεκάνες απορροής, παράκτια ύδατα και υπόγειοι υδροφόροι). Η ίδια διαδικασία πραγματοποιείται σε όλα τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. και ανά διαστήματα πραγματοποιούνται συσκέψεις και ανταλλάσσονται πληροφορίες για τη βελτίωση των μεθόδων διαχείρισης. Η χώρα μας, όπως είναι γνωστό, χρησιμοποιεί το υψηλότερο ποσοστό (83%) από τα αντλούμενα νερά (επιφανειακά και υπόγεια) για την άρδευση συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Ως έναν βαθμό αυτό είναι κατανοητό, με δεδομένες τις ξηροθερμικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας, αλλά και τον τύπο των εδαφών (επικλινή σε μεγάλη έκταση, κ.λπ.). Οι παραπάνω συνθήκες διαφέρουν ριζικά αν μεταφέρουμε τον προβληματισμό μας αυτό στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Και οι λόγοι είναι αυτονόητοι.
Ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος είναι σημαντικός να υπογραμμιστεί και που ισχύει για όλες της ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, ιδιαίτερα όμως για την Ελλάδα, είναι το γεγονός ότι οι λεκάνες απορροής είναι μικρού δυναμικού και συνήθως την αρδευτική περίοδο οι παροχές περιορίζονται σημαντικά. Αυτό έχει σαν συνέπεια οι αγρότες να έχουν στραφεί από τη δεκαετία του 1970 στην κατασκευή υδρογεωτρήσεων για να καλύψουν τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες σε νερό. Όμως την περίοδο που κορυφώνεται η άρδευση (Μάιος – Σεπτέμβριος), η Yδροδοτική Iκανότητα των υπόγειων υδροφόρων είναι αρκετά χαμηλότερη σε σχέση με την Υγρή Περίοδο (Νοέμβριος - Απρίλιος). Η σχέση αυτή υδροδοτικής ικανότητας μεταξύ Υγρής / Ξηρής Περιόδου, για τα μεγάλα υδροφόρα συστήματα τουλάχιστον στη χώρα μας, είναι κατά μέσο όρο 2,2/ 1. Σε αρκετές περιοχές της χώρας μας με εκτεταμένες αρδευτικές ανάγκες έχει εκτιμηθεί ότι το «εγχώριο» υδατικό δυναμικό θα επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες σε νερό, εάν αυτές ήταν ισοκατανεμημένες στη διάρκεια του έτους. Κάτι το τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, όπως και στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες της Ε.Ε. λόγω κλίματος. Επομένως η λύση σε αυτές τις περιπτώσεις ονομάζεται «ολιστική ορθολογική διαχείριση» και υποδεικνύει ότι πρέπει να δημιουργούνται έγκαιρα οι κατάλληλες υποδομές ταμίευσης νερού της πλεονασματικής περιόδου, οι οποίες θα αποδίδονται την περίοδο «υψηλής ζήτησης». Αυτό σημαίνει μακρόπνοο σχεδιασμό, γιατί η δημιουργία τέτοιων υποδομών δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη.
1989-1990 Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΞΗΡΑΣΙΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ
Η κλιματική αλλαγή η οποία είναι «παρούσα» και στη χώρα μας, έχει δώσει τα δικά της μηνύματα εδώ και χρόνια ότι, ένα τέτοιο σχέδιο θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει να υλοποιείται. Το υδρολογικό έτος 1989-1990 η ξηρασία που καταγράφηκε στη χώρα μας ήταν η μεγαλύτερη από τότε που το νεοελληνικό κράτος ξεκίνησε να καταγράφει βροχομετρικά στοιχεία (δεύτερο μισό 19ου αιώνα). Το ΙΓΜΕ από τις μετρήσεις τις οποίες πραγματοποίησε εκείνη την περίοδο κατέγραψε πανελλαδικά μια κάμψη στα υπόγεια υδατικά αποθέματα των μεγάλων υδροφόρων συστημάτων >40% κατά μέσο όρο. Εξίσου δραματικά και χειρότερα ήταν τα ποσοστά μείωσης των παροχών στις βασικές κοίτες των μεγάλων λεκανών απορροής. Μέχρι σήμερα, από εκείνο το υδρολογικό έτος δοκιμασίας, έχουν καταγραφεί, με βάση τον «Δείκτη Ξηρασίας» και άλλα υδρολογικά έτη που χαρακτηρίζονται «ξηρά». Δεν γνωρίζω εάν μια επανάληψη μιας ξηρασίας ισοδύναμης του 1989-1990 μπορεί να την αντέξει σήμερα η χώρα μας, με δεδομένο ότι τόσο οι υδρευτικές όσο και οι αρδευτικές ανάγκες έχουν αυξηθεί από τότε τουλάχιστον > 20% κατά μέσο όρο. Η αξιοποίηση των παροχών της Υγρής Περιόδου με στοχευμένες υποδομές σε ό,τι αφορά τη χωροθέτηση, την ταμιευτική ικανότητα και τον τύπο ταμίευσης (υπόγεια ή επιφανειακή), θα πρέπει να αποτελέσει ένα σχέδιο εθνικής και μακρόπνοης εμβέλειας. Τα έργα που απαιτούνται δεν είναι κατ’ανάγκη φαραωνικά. Αντίθετα πρέπει να είναι στοχευμένα χωρικά στη βάση τεκμηριωμένων υδρογεωλογικά/υδρολογικά μελετών. Όμως δεν θα πρέπει να μας διαφύγει και ο παράγοντας σπατάλη από τον οποιονδήποτε χρήστη υδροληπτικού έργου, αλλά και απλό καταναλωτή. Η εξοικονόμηση που μπορεί να επιτευχθεί είναι τεράστια. Δεν είναι λίγες οι περιοχές στη χώρα μας που εφόσον τροποποιηθεί με σύγχρονες μεθόδους ο τρόπος άρδευσης, η εξοικονόμιση νερού μπορεί να οδηγήσει το τοπικό ισοζύγιο από ελλειμματικό σε πλεονασματικό και τα οφέλη είναι σημαντικά και πολλαπλά: ενεργειακά, ακύρωσης νέων έργων, περιβαλλοντική προστασία οικοσυστημάτων».
* Ποια είναι η δαπάνη του προγράμματος;
- «Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα είδος κτηματολογίου με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, την οποία ένας δημόσιος Φορέας την υλοποιεί με ασήμαντα χαμηλό κόστος, αλλά και μοναδική ακρίβεια. Ένα μικρό μέρος των εργασιών υπαίθρου προγραμματίζεται να ανατεθεί με τη μορφή διαγωνισμού σε ιδιώτες μελετητές και φυσικά κάτω από την εποπτεία της ΕΑΓΜΕ. Από τη διαδικασία αυτήν, προκύπτει ότι η δαπάνη ανά απογραφόμενη γεώτρηση, την οποία υλοποιεί ο Φορέας, είναι μικρότερη εκείνης που θα ανατεθεί στους μελετητές. Αυτό υποδηλώνει την ικανότητα της ΕΑΓΜΕ (π. ΙΓΜΕ) να λειτουργεί υποδειγματικά σε δύσκολους καιρούς. Δεν θα λέγαμε ανταγωνιστικά γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος του εν λόγω φορέα. Κλείνοντας αυτήν την ενημέρωση θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε για άλλη μια φορά τον δήμαρχο Λαρισαίων, κ. Απόστολο Καλογιάννη, και τους εκπροσώπους του Δήμου, για την άψογη συνεργασία. Υπόψη ότι ο εν λόγω Δήμος είναι από τους σημαντικότερους σε ό,τι αφορά την κατασκευή και λειτουργία υδρογεωτρήσεων στη χώρα μας (αν όχι ο σημαντικότερος) και αυτό αποτελεί μεγάλο πρόκριμα για την αξιολόγηση της από εδώ και πέρα πορείας του προγράμματος. Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο, ήταν πέρα για πέρα εξαιρετικά, αυτό μας ωθεί να «τρέξουμε» αυτό το Πρόγραμμα με μεγαλύτερη σιγουριά».
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ / Συνέντευξη στη Λένα Κισσάβου